- νομοθέτηση
- ητο να νομοθετεί κανείς, η σύνταξη κανόνα δικαίου, η θέση σε ισχύ κανόνα δικαίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομοθέτηση — η (Α νομοθέτησις) [νομοθετώ] θέσπιση νόμων … Dictionary of Greek
νομοθετήσῃ — νομοθετήσηι , νομοθέτησις fem dat sg (epic) νομοθετέω frame laws aor subj mid 2nd sg νομοθετέω frame laws aor subj act 3rd sg νομοθετέω frame laws fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπιση — η το να θεσπίζει κανείς νέους νόμους, νομοθέτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)